Επιτυχημένο το webinar με θέμα: «Η Στρατηγική των Αμυντικών Εξοπλισμών Ελλάδος και Τουρκίας»

ΚΕΔΙΣΑ

Το διοργάνωσε το ΚΕΔΙΣΑ

To Κέντρο Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων-ΚΕΔΙΣΑ διοργάνωσε με μεγάλη επιτυχία την Τετάρτη 15 Μαΐου 2024 διαδικτυακή εκδήλωση (webinar) με θέμα: «Η Στρατηγική των Αμυντικών Εξοπλισμών Ελλάδος και Τουρκίας».

Συντονιστής του webinar ήταν ο Αντιπρόεδρος Δ.Σ. & Δ/ντης Ερευνών του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος. Ομιλητές ήταν: ο Δρ. Χρήστος Ζιώγας (Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Αιγαίου-Μέλος Επιστημονικής Επιτροπής ΚΕΔΙΣΑ) και ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας (Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων).

Την διαδικτυακή εκδήλωση άνοιξε ο Δρ. Ανδρέας Γ.Μπανούτσος (Ιδρυτής & Πρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΔΙΣΑ) με την εισαγωγική του ομιλία, στην οποία ανέφερε ότι η Ελληνική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια προκειμένου να ενισχύσει την αποτρεπτική ισχύ της Ελλάδος έναντι της Τουρκικής απειλής αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών Rafale και F-35 και φρεγατών Belharra.

Με το γνωστό και ως «πακέτο Μπλίνκεν» (F-16 στην Άγκυρα και F-35 στην Αθήνα) οι ΗΠΑ επιχειρούν την επαναφορά μιας Ευρασιατικής και νέο-Οθωμανικής Τουρκίας στον δρόμο της Δύσης και του ΝΑΤΟ παρέχοντας όμως ένα μάλλον ανεπαρκές «ποιοτικό πλεονέκτημα» στον δεδομένο σύμμαχο, την Ελλάδα. Το «πακέτο Μπλίνκεν» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα απουσίας στρατηγικής αντίληψης των εξοπλισμών από τη χώρα μας. Το «πακέτο Μπλίνκεν» παρουσιάζει τα εξής θέματα: α) Πριμοδοτεί την Τουρκία με F-16 επιβραβεύοντας μία χώρα η οποία αποδεδειγμένα δεν αποτελεί έναν αξιόπιστο εταίρο της Δύσης και του ΝΑΤΟ, β) Τα 40 F-35 που θα προμηθευτεί η Ελλάδα δεν αποτελούν game changer στο ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος με την Τουρκία και αυτό γιατί τα συγκεκριμένα πολυδιαφημισμένα αεροσκάφη αντιμετωπίζουν μία σειρά προβλημάτων με την συντήρησή τους όπως παραδέχθηκε και το ανεξάρτητο US Government Accountability Office τον Σεπτέμβριο του 2023. Το F-35 είναι ένα όντως πολύ καλό στρατηγικό αεροσκάφος αλλά δεν είναι το πιο κατάλληλο για το πεδίο του Αιγαίου. Έχει μεγάλο κόστος ανά ώρας πτήσης το οποίο σύμφωνα με δημοσιεύματα είναι πάνω από 30.000 ευρώ την ώρα, έναντι 15.000 ευρώ του F-16. Επίσης, το F-35 έχει περιορισμούς στις επιδόσεις στην εναέρια μάχη από μικρές αποστάσεις, επομένως δεν προσφέρεται για κλειστές αερομαχίες.

Ο Δρ. Ανδρέας Γ. Μπανούτσος ανέφερε επίσης ότι με ευθύνη όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία έχει απαξιωθεί συστηματικά σε αντίθεση με την Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία που έχει σημειώσει τεχνολογικά άλματα τις τελευταίες δεκαετίες και καλύπτει το 70% περίπου των αμυντικών αναγκών της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανάπτυξη του Τουρκικού Πολεμικού Αεροσκάφους 5ης γενιάς KAAN για να μην μιλήσουμε για την σημαντική ανάπτυξη στην κατασκευή πολεμικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών και όχι μόνο. Μέσα σε αυτή την γενικότερη απαξίωση της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας να προσθέσουμε και την πιθανή περαιτέρω αποδυνάμωση της αμυντικής ικανότητας της χώρας και την υπονόμευση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου σε περίπτωση που τελικά αποφασιστεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη παρά την δημόσια διάψευση η αποστολή αντιαεροπορικών συστημάτων S-300 και Patriot στην Ουκρανία.

Ο Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Χρήστος Ζιώγας ανέλυσε διεξοδικά τις διαφορές στρατηγικής των αμυντικών/στρατιωτικών εξοπλισμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ανέφερε ότι η Ελλάδα (αυτό)προσδιορίζεται ως μη αναθεωρητική χώρα και ακολουθεί μια αποτρεπτική στρατηγική διατήρησης του status quo ενώ η Τουρκία επιδιώκει την αναθεώρηση του status quo και ακολουθεί μια εξαναγκαστική στρατηγική. Όπως τονίζει, βασική επιλογή της Τουρκίας από την δεκαετία του 1980 ήταν η επίτευξη αυτάρκειας στους εξοπλισμούς, ώστε να ικανοποιήσει τον στόχο της υψηλής της στρατηγικής για έναν πιο αυτόνομο περιφερειακό ρόλο στην περιοχή. Βασική επιλογή της Ελλάδας είναι να διατηρεί μια σχετική ισορροπία στρατιωτικής ισχύος για να εξυπηρετήσει τον στόχο της διατήρησης του status quo. Η Τουρκία αντιμετώπισε την ανάγκη για υψηλές αμυντικές δαπάνες και ως ευκαιρία για να αναπτύξει την αμυντική βιομηχανία της και εν γένει την οικονομία της ενώ η Ελλάδα ουδέποτε είδε την ανάγκη αυξημένων αμυντικών δαπανών ως ευκαιρία ανάπτυξης της αμυντικής της βιομηχανίας.

Η Τουρκία έβλεπε τις αμυντικές συμφωνίες με ξένους προμηθευτές οπλικών συστημάτων και ως μέσο για την ανάπτυξη τεχνολογίας που θα οδηγήσει στην αμυντική της αυτάρκεια. Η Ελλάδα αντιμετώπισε συνήθως τις εξοπλιστικές συμφωνίες ως διπλωματικό μέσο εξωτερικής εξισορρόπησης. Στην Τουρκία η κυρίαρχη ιδεολογία επιτρέπει στις πολιτικές ελίτ να επαίρονται για τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και να διοχετεύουν πόρους και ανθρώπινο δυναμικό προς αυτή την κατεύθυνση. Στην Ελλάδα οι αμυντικές δαπάνες και η αμυντική βιομηχανία εν προκειμένω αντιμετωπίζονται από την κυρίαρχη μεταπολιτευτική ιδεολογία τουλάχιστον με σκεπτικισμό.

Η στρατηγική κουλτούρα στην Τουρκία ενσωμάτωσε και ανατροφοδοτήθηκε από την ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας της χώρας. Στην Ελλάδα όμως η κυρίαρχη στρατηγική κουλτούρα, πέραν των επιχειρησιακών περιορισμών που επιβάλει, προκαλεί διακυμάνσεις και ασυνέχειες που προκαλούνται συνήθως μετά από κάποια κρίση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία ευθυγράμμισε την στρατηγική εξοπλισμών με τους στόχους της υψηλής της στρατηγικής . Στην Ελλάδα η προσαρμογή ήταν μερική και πολλές φορές πρόσκαιρη, απόρροια παγιωμένων αντιλήψεων, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική, συγχέοντας πολλές φορές την αποτροπή με τις μειωμένες αμυντικές δαπάνες και τον περιορισμό των εξοπλισμών.

Στη συνέχεια ο Καθηγητής Γεωπολιτικής και Σύγχρονων Στρατιωτικών Τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας τόνισε ότι οι αμυντικοί- -στρατιωτικοί εξοπλισμοί αξιολογούνται βάσει της ικανότητας τους να προκαλέσουν την μεγαλύτερη δυνατή ζημιά στον αντίπαλο με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Όπως εξηγεί, δεν υπάρχει απόλυτη στρατιωτική ισχύς αλλά μόνο σχετική ισχύς στη βάση παραγόντων όπως: η γεωγραφία, η ανθρωπογεωγραφία, ο χρόνος της πολεμικής αναμέτρησης, το είδος του αντίπαλου, το είδος της αναμέτρησης κλπ. Στον περιβόητο «πόλεμο του μπακαλιάρου» μεταξύ Ισλανδίας και Μεγάλης Βρετανίας την δεκαετία 1970, η κατάλληλη στρατιωτική ισχύς που χρειαζόταν η Ισλανδία για να αντιμετωπίσει αυτή την αναμέτρηση ήταν η μηδενική στρατιωτική ισχύς διότι δεν είχε ανάγκη φονικής στρατιωτικής ισχύος.

Το κόστος των στρατιωτικών εξοπλισμών σε σχέση με το αποτέλεσμα που παράγουν είναι πολύ σημαντική παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πολύ σοβαρά. Έχουμε φτάσει σε ένα ακρότατο όριο όσον αφορά την λειτουργικότητα και την χρηστικότητα των μεγάλων ακριβών επανδρωμένων πλατφορμών μάχης, αρμάτων μάχης, επανδρωμένων πλοίων επιφανείας και επανδρωμένων υποβρυχίων. Το κόστος απόκτησης και συντήρησης τέτοιων οπλικών συστημάτων έχει αυξηθεί δραματικά, ιδιαίτερα των επανδρωμένων πολεμικών αεροσκαφών. Όπως είπε ο πρώην Υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Νόρμαν Ογκάστιν, το κόστος των μαχητικών αεροσκαφών από γενιά σε γενιά αυξάνει εκθετικά (άρα μειώνεται ο αριθμός τους) ενώ ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξάνει γραμμικά και κάποια στιγμή στο μέλλον ο αμυντικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ θα επαρκεί για την αγορά και διατήρηση ενός και μόνο πολεμικού αεροσκάφους το οποίο θα το μοιράζονται όλα τα όπλα. Αντίστοιχο είναι το κόστος και για τα άρματα μάχης. Εκτός από το χρηματικό κόστος υπάρχει και το κόστος χρόνου. Αν λόγου χάρη αγοράσουμε ένα ακριβό άρμα μάχης και τιναχθεί στον αέρα στην Ουκρανία και έχουμε πόρους να αγοράσουμε ένα καινούριο, πόσος χρόνος απαιτείται για να παραγγείλουμε και να αποκτήσουμε αυτό το νέο άρμα; Απαιτείται πολύς χρόνος και αυτός είναι ένας σοβαρός παράγοντας στην αγορά ενός άρματος. Δηλαδή, η επένδυση σε ακριβά οπλικά συστήματα με μεγάλο κόστος διατήρησης και συντήρησης δεν είναι η ιδανική λύση. Έτσι, γίνεται «αφοπλισμός δια των εξοπλισμών» αφού δεν μπορούμε να τα συντηρήσουμε λόγω υψηλού κόστους. Είναι γεγονός επίσης ότι πολύ ακριβά και τεχνολογικά προηγμένα οπλικά συστήματα συχνά γίνονται τρωτά σε διάφορες υβριδικές και ασύμμετρες απειλές. Η διεθνής τάση είναι προς την αγορά πολλών φθηνών λειτουργικών οπλικών συστημάτων με χαμηλή τεχνολογία που ελέγχονται αλγοριθμικά και λειτουργούν αυτόνομα (π.χ. drones).

Ο Δρ. Γρίβας τόνισε ότι η Ελλάδα αγοράζει νέα οπλικά συστήματα με μεγάλο κόστος αγοράς αντί να εστιάσει σε φθηνά και αποτελεσματικά οπλικά συστήματα που μπορούν να κατασκευαστούν στην Ελλάδα. Επίσης, αρνούμαστε να συζητήσουμε διάφορα σοβαρά θέματα εθνικής άμυνας, όπως το τουρκικό βαλλιστικό πρόγραμμα το οποίο μπορεί να πλήξει ταυτόχρονα πολλά στρατιωτικά αεροδρόμια της χώρας μας. Ένα άλλο ζήτημα είναι τα πολεμικά μαχητικά αεροσκάφη F-35 και αν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε μια ελληνοτουρκική σύρραξη. Το Ισραήλ αγόρασε F-35 αλλά τα εξόπλισε με δικά του ηλεκτρονικά συστήματα για να μπορεί να τα ελέγχει. Στο Αιγαίο έχει ανατραπεί το status quo και εθνικός στόχος είναι να το αποκαταστήσουμε αποκτώντας έναν αμυντικό μηχανισμό που να μας εξασφαλίζει αναντίρρητη κυριαρχία στο Αιγαίο αποτρέποντας κάθε σκέψη της Τουρκίας να αμφισβητήσει το status quo δια των όπλων, δηλαδή να έχουμε αποτροπή δια της αρνήσεως (deterrence by denial). Δεν πρέπει να λειτουργούμε σε μια λογική της αποτροπής δια του φόβου (deterrence by fear). Το σημαντικό είναι να παντρέψεις την γεωγραφία, δηλαδή το μεγάλο δίκτυο νησιών που ελέγχεις με κατάλληλα οπλικά συστήματα, όπως μικρά ρομποτικά σκάφη επιφανείας, μικρά ρομποτικά υποβρύχια, αποκεντρωτικά δίκτυα που θα επικοινωνούν μεταξύ τους, αυτόνομους αισθητήρες και πυροβολικό. Αυτές είναι φθηνές λύσεις που σε δύο χρόνια θα έχουν αλλάξει την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο όταν θα έχουμε την δυνατότητα να υπερασπιζόμαστε το εαυτό μας. Τότε θα επέλθει ειρήνη στο Αιγαίο. Μέχρι να γίνει αυτό όμως, ακόμα και αν αγοράσουμε ακριβά οπλικά συστήματα, η Τουρκία πάλι θα υπερέχει αμυντικά καθώς θα συνεχίσει να ενισχύεται έναντι τις Ελλάδας επενδύοντας σε ρομποτικά συστήματα, σε ασύμμετρες και σε επιθετικές ικανότητες. Αν συνεχίσουμε στην ίδια λογική αγοράς νέων πανάκριβων και υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων, θα καταλήξουμε στον «αφοπλισμό δια των εξοπλισμών» με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Σε ερώτηση του κοινού προς τον Δρ. Γρίβα για το που οφείλεται αυτή η απαξίωση της εθνικής ασφάλειας και άμυνας από την εγχώρια ελίτ, ο Δρ. Γρίβας απάντησε ότι δυστυχώς έχει καλλιεργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες ένα φοβικό σύνδρομο κατευνασμού και μια αντίληψη ότι η Ελλάδα πρέπει νομοτελειακά να υπαχθεί στη σφαίρα επιρροής της Άγκυρας. Πιστεύουμε ότι το Αιγαίο είναι μια κενή θάλασσα και ότι η Τουρκία έχει δικαιώματα μέσα στο Αιγαίο επειδή έχει μεγάλη ακτογραμμή. Το ότι υπάρχει μια αλυσίδα νησιών με αρχιπελαγική δομή δεν το λαμβάνουμε υπόψη μας όμως. Προωθείται λοιπόν από γνωστούς Διεθνολόγους και Καθηγητές Πανεπιστήμιου η άποψη διαμοιρασμού του Αιγαίου για «να τα βρούμε» με την Τουρκία διότι η Τουρκία έχει και αυτή κάποιο δίκιο, το οποίο όμως στην πραγματικότητα δεν έχει βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Ο εχθρός λοιπόν είναι εντός των πυλών και διεξάγει ένα είδος υβριδικού πολέμου ενώ ο αντίπαλος είναι η Τουρκία. Εντωμεταξύ, ο ξένος υπερατλαντικός παράγοντας δεν θέλει να μπλέξει σε μια αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας την οποία δεν θα μπορεί να διαχειριστεί. Φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να κρατήσει την Τουρκία στην Δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας. Η Τουρκία θέλει να έχει ηγεμονικό ρολό στην Ευρασία ενώ η Ελλάδα φοβάται να υπάρχει ως ανεξάρτητη κυρίαρχη χώρα.

Σε ερώτηση για το ερευνητικό πλαίσιο στις παραγωγικές σχόλες των Ενόπλων Δυνάμεων, ο Δρ. Γρίβας είπε ότι περιμένουμε έναν νέο νόμο-πλαίσιο για να λύσει παθογένειες και να ενισχύσει την έρευνα και την ανάπτυξη. Έχουμε εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό στις παραγωγικές σχόλες των Ε.Δ., ιδιαίτερα στην έρευνα νέων τεχνολογιών, ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης. Η γραφειοκρατία θα πρέπει όμως να καταπολεμηθεί και οι εφευρέσεις να αξιοποιούνται από τον στρατό. Ο Δρ. Ζιώγας πρόσθεσε ότι με το νέο νόμο θα αρθεί το αδιέξοδο σχετικά με την σύμπραξη στρατιωτικών σχολών με τα άλλα ΑΕΙ της χώρας.

Σε ερώτηση του Αντιπρόεδρου του ΚΕΔΙΣΑ Δρ. Παναγιώτη Σφαέλου για τις προκλήσεις που δεχόμαστε από την Αλβανία, τα Σκόπια και την Τουρκία, Ο Δρ. Ζιώγας είπε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική διαπνέεται από μια αντίληψη ότι το Διεθνές Δίκαιο μπορεί να λύσει διμερή και πολυμερή ζητήματα. Δυστυχώς, όμως στην πράξη βλέπουμε ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ ή την ΕΕ δεν θα λύσει αυτόματα όλα τα διμερή προβλήματα διότι η ένταξη των χωρών αυτών στους ευρωατλαντικούς θεσμούς τις καθιστά πιο ισχυρές. Αποτέλεσμα είναι να περιμένουμε τόσα χρόνια για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αλβανία παρότι η Αλβανία είναι πλέον μέλος του ΝΑΤΟ από το 2008 και βρίσκεται στον προθάλαμο της ΕΕ. Χρειάζεται λοιπόν ανασχηματισμός αντιλήψεων και πρακτικών στην ελληνική εξωτερική πολιτική.

Σε άλλη ερώτηση για αν υπάρχει αρμονία πολιτικών επιδιώξεων και δυνατοτήτων των Ενόπλων Δυνάμεων για την επίτευξη τους, ο Δρ. Γρίβας ανέφερε ότι έχουμε σοβαρό θέμα διότι δεν έχουμε πολιτικές επιδιώξεις. Η στρατηγική μας είναι η αποτροπή. Είναι όμως αποτροπή απλώς να μη γίνει πόλεμος; Αποτελεί αυτό εθνική στρατηγική; Εθνική στρατηγική είναι να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μιλιά ή να ανακηρύξουμε ΑΟΖ. Δεν έχουμε διάφορες με την Τουρκία απλώς η Τουρκία θεωρεί τα ελληνικά νησιά ως ανύπαρκτα. Θεωρεί ότι τα νησιά μας δεν έχουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Απαιτεί επίσης να μην έχουμε 12 ναυτικά μιλιά όπως όλες οι κανονικές χώρες του κόσμου διότι, κατά την Τουρκία, το Αιγαίο είναι «ειδική περίπτωση». Ο όρος «ειδική περίπτωση» υπονοεί απλά ότι κάποιος θέλει να σε κατακτήσει. Εθνική στρατηγική ήταν να καταστεί το Αιγαίο χώρος ενιαίας και αδιαίρετης ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Το εύρος της ΑΟΖ ή την πιθανή εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων μπορούμε να τα συζητήσουμε. Η σκληρή εθνική κυριαρχία όμως δεν είναι συζητήσιμη. Το Διεθνές Δίκαιο παράγεται από την συμπεριφορά των κρατών. Αν η Ελλάδα λοιπόν επισήμως δεχθεί ολικώς ή μερικώς ότι το Αιγαίο είναι θάλασσα «ειδικών συνθηκών», όπου δεν επιτρέπεται να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μιλιά κατά το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας, τότε δίνουμε μια τεράστια πάσα σε εχθρούς της Δύσης (Ρωσία, Κίνα, Ιράν κ.α.) να διεκδικούν την εφαρμογή «ειδικών συνθηκών» και σε άλλες θάλασσες όπου θέλουν να εκτείνουν την επιρροή τους. Ο Δρ. Ζιώγας τόνισε ότι υπάρχει μια αμφισημία στην ελληνική αποτρεπτική στρατηγική καθώς από τη μια θέλουμε να αποτρέψουμε την Τουρκία αλλά από την άλλη φοβόμαστε μην την προκαλέσουμε κιόλας. Αυτή η αμφισημία υπάρχει και στους εξοπλισμούς. Η Ελλάδα πρέπει να έχει στρατηγική πειθαναγκασμού και όχι κατευνασμού. Η αποφυγή του πόλεμου με κάθε κόστος είναι προβληματική.

Σε ερώτηση για το αν η Τουρκία επεμβαίνοντας σε διαφορές διεθνείς διενέξεις έχει αποκομίσει κάποια οφέλη, ο Δρ. Ζιώγας τόνισε ότι η Τουρκία έχει την δυνατότητα να δημιουργεί αποσταθεροποίηση σε διάφορες διενέξεις (όπως στην Λιβύη) και να αποκομίζει γεωπολιτικά οφέλη αλλά δεν έχει ακόμα την δύναμη ηγεμονικής επιβολής. Έχει πάντως την επιδίωξη να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη στο μέλλον.

Σε ερώτηση αν υπάρχει κάποια παραβίαση συνθηκών αν αναπληρώσουμε τα οπλικά συστήματα που στείλαμε στην Ουκρανία στα νησιά του Αιγαίου, ο Δρ. Γρίβας απάντησε ότι δεν υπάρχει κανένας περιορισμός ως προς το που θα τοποθετηθούν νέα οπλικά συστήματα οπουδήποτε στην Ελληνική επικράτεια ούτε η Τουρκία μπορεί να έχει λόγο σε αυτό το θέμα. Ο Δρ. Γρίβας τόνισε ότι δεν έπρεπε να στείλουμε όπλα στην Ουκρανία, ιδιαίτερα τους πύραυλους Stinger που δεν αντικαταστάθηκαν ακόμα. Θα πρέπει να έχουμε απόθεμα όπλων καθώς μια ενδεχόμενη αναμέτρηση με την Τουρκία μπορεί να είναι σύντομη αλλά μπορεί ενδεχομένως να κρατήσει και πολύ περισσότερο.