Η πορεία και η επιβίωσή του στο χρόνο και η σημερινή του εικόνα
Το παλαιότερο πανδοχείο της πόλης βρίσκεται στα Άνω Λαδάδικα και συγκεκριμένα στην οδό Εδέσσης 6. Επέζησε από πολλές κατεδαφίσεις αλλά και από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Ο λόγος για το Μπενσουσάν Χαν (Bensousan Han), ένα ιστορικό διατηρητέο κτίριο που αφηγείται την ιστορία του μέσα από τα σημάδια του χρόνου.
Κομμάτι του ισογείου του λέγεται ότι χρονολογείται από το 1810. Η αρχική του χρήση ήταν πανδοχείο αφού βρίσκονταν στην είσοδο της πόλης και κοντά στο λιμάνι. Έμποροι επισκέπτες που κατέφθαναν απ’ όλη τη χώρα για συναλλαγές και αγοραπωλησίες, διανυκτέρευαν αυτοί και τα ζώα τους σε αυτό. Το όνομά του το οφείλει στον πρώτο ιδιοκτήτη του, έναν Εβραίο έμπορο τον Σαμουήλ Μπενσουσάν και στη λέξη χάνι που σημαίνει πανδοχείο.

Από το 1869 και αφού άρχισε η κατεδάφιση του θαλάσσιου τοίχους της Θεσσαλονίκης σε μια προσπάθεια εμπορικής και οικονομικής ανάπτυξης της πόλης, ο Μπενσουσάν αποφάσισε να μεγαλώσει την ιδιοκτησία του και αγόρασε μεγαλύτερες εκτάσεις.

Μετά το 1920 το «Μπενσουσάν Χαν» πέρασε με συμβόλαιο στα χέρια των παιδιών του, που είναι και οι κληρονόμοι του. Τότε αποφασίστηκε και η προσθήκη του χειροκίνητου ασανσέρ στο υπόγειο, για την εύκολη μεταφορά των εμπορευμάτων και εκτός το υπόγειο και το ισόγειο, προστέθηκε ακόμη ένας όροφος, σε οκταγωνικό σχήμα και γυάλινη θολωτή στέγη.
Το 1930 τα παιδιά του Μπενσουσάν πούλησαν το ακίνητο σε μεγαλέμπορο της Θεσσαλονίκης τον Βασίλειο Ζωτιάδη και το κτίριο άλλαξε χρήσεις πολλές φορές. Στέγασε αποικιακά είδη, υφασματάδικα, μπαχαρικά, ψιλικά, καφενείο και στα δωμάτια του πάνω ορόφου δικηγορικά και συμβολαιογραφικά γραφεία. Τις δεκαετίες 1970-1980 το ισόγειο στέγασε τα μπαχαρικά «Billys», και στον όροφο τελωνειακά γραφεία.

Το 1996 εγκαταλείφθηκε, και το 2007 μια ομάδα καλλιτεχνών αποφάσισε να νοικιάσει το ισόγειο από την ιδιοκτήτρια και κληρονόμο του Ζωτιάδη, Ρούλα Παπανάγνου, ως χώρο αποθηκευτικό για θεατρικά αντικείμενα και σκηνικά.
Αυτή η χρήση του ίσως να ήταν η απαρχή της σημερινής του λειτουργίας και εξέλιξης. Από το 2012 λειτουργεί ως ένας πολυχώρος φιλοξενίας πολιτιστικών προτάσεων και καλλιτεχνικών δράσεων. Άλλωστε όπως αναφέρει και ο σημερινός καλλιτεχνικός διευθυντής του κτιρίου κ. Στέλιος Ντοκούζ το οίκημα έχει μείνει ανέπαφο στο χρόνο. Δεν έχει γίνει κάποια αναπαλαίωση ή ανακαίνιση, πέρα από κάποιες στεγανοποιητικές και υποστηρικτικές εργασίες.
Οι φυσικές φθορές που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια των χρόνων μαρτυρούν την ιστορία του και οι τοίχοι του για όσους θελήσουν να το επισκεφθούν γίνονται ένας φυσικός καμβάς που πάνω τους αποτυπώνονται γεγονότα δύο αιώνων.